ὑποδύσῃ

ὑποδύσῃ
ὑποδύσηι , ὑπόδυσις
getting under
fem dat sg (epic)
ὑποδύ̱σῃ , ὑποδύομαι
put on under
aor part act fem dat sg (attic epic ionic)
ὑποδύ̱σῃ , ὑποδύομαι
put on under
aor subj mid 2nd sg
ὑποδύ̱σῃ , ὑποδύομαι
put on under
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παλιάτσος — I Ο γελωτοποιός των ιπποδρομιών (τσίρκων). Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη pagliaccio. Μεταφορικά, Π. ονομάζεται και ο αδέξιος στους τρόπους ή γελοίος. Ο π. ανήκει στη χορεία των κωμικών του παλαιού λαϊκού θεάτρου της Νάπολης της Ιταλίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”